Ετυμολογία

επεξεργασία

marchew < πρωτοσλαβική mъrky

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmar.xɛf/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

marchew (pl)

  1. (φυτό) το γένος Δαύκος (Daucus)
  2. (λαχανικό) το καρότο
     συνώνυμα: marchewka