Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καροτίλα οι καροτίλες
      γενική της καροτίλας
    αιτιατική την καροτίλα τις καροτίλες
     κλητική καροτίλα καροτίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καροτίλα < καρότ(ο) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καροτίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία