τσουλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουλί | τα | τσουλιά |
γενική | του | τσουλιού | των | τσουλιών |
αιτιατική | το | τσουλί | τα | τσουλιά |
κλητική | τσουλί | τσουλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσουλί < τσούλα + υποκοριστικό επίθημα -ί
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσουλί ουδέτερο
- η τσούλα
- ※ Τρία χρόνια μετά που χάθηκες εσύ, εξαφανίστηκε κι αυτός. - Μα πώς; της λέω. - Ας όψεται εκείνο το τσουλί! μου λέει. Μια μορφονιά που είχε πάρει στο μαγαζί, για να τον βοηθάει. λες και πνιγόταν στη δουλειά... τέλος πάντων... Περίπου οχτώ μήνες την κανόνιζε κάτω απ'τη μύτη μου κι εγώ είχα μεσάνυχτα. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, 2015, σελ. 145)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσουλί
|