ἱππαστί
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἱππαστί < αρχαία ελληνική ἵππος < πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)
Επίρρημα επεξεργασία
ἱππαστί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἵππος