σαμπάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμπάνι | τα | σαμπάνια |
γενική | του | σαμπανιού | των | σαμπανιών |
αιτιατική | το | σαμπάνι | τα | σαμπάνια |
κλητική | σαμπάνι | σαμπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαμπάνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμπάνι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) σκοινί για την αγκίστρωση και ανύψωση βαριών αντικειμένων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαμπάνι
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- σαμπάνι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)