Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jaune jaunes

jaune (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • κίτρινος
    le papier est jaune - το χαρτί είναι κίτρινο
    la fièvre jaune - ο κίτρινος πυρετός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jaune (fr)

  1. (χρώμα) κίτρινο (το χρώμα)
    jaune clair, jaune foncé - ανοιχτό κίτρινο, σκούρο κίτρινο
  2. ο απεργοσπάστης