Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απεργοσπάστης οι απεργοσπάστες
      γενική του απεργοσπάστη των απεργοσπαστών
    αιτιατική τον απεργοσπάστη τους απεργοσπάστες
     κλητική απεργοσπάστη απεργοσπάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεργοσπάστης < απεργός + -ο- + σπάω + -της ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική strikebreaker)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απεργοσπάστης αρσενικό

  1. αυτός που δεν συμμετέχει σε απεργία γιατί δουλεύει κανονικά αντί να απεργεί
  2. αυτός που προσλαμβάνεται προσωρινά για να αντικαταστήσει κάποιον που απεργεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία