ανταπεργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.da.peɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐περ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανταπεργός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αντί, απεργώ και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταπεργός
→ δείτε τη λέξη απεργοσπάστης |