ανταπεργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανταπεργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταπεργώ | ανταπεργούσα | θα ανταπεργώ | να ανταπεργώ | ανταπεργώντας | |
β' ενικ. | ανταπεργείς | ανταπεργούσες | θα ανταπεργείς | να ανταπεργείς | (ανταπέργει) | |
γ' ενικ. | ανταπεργεί | ανταπεργούσε | θα ανταπεργεί | να ανταπεργεί | ||
α' πληθ. | ανταπεργούμε | ανταπεργούσαμε | θα ανταπεργούμε | να ανταπεργούμε | ||
β' πληθ. | ανταπεργείτε | ανταπεργούσατε | θα ανταπεργείτε | να ανταπεργείτε | ανταπεργείτε | |
γ' πληθ. | ανταπεργούν(ε) | ανταπεργούσαν(ε) | θα ανταπεργούν(ε) | να ανταπεργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανταπέργησα | θα ανταπεργήσω | να ανταπεργήσω | ανταπεργήσει | ||
β' ενικ. | ανταπέργησες | θα ανταπεργήσεις | να ανταπεργήσεις | ανταπέργησε | ||
γ' ενικ. | ανταπέργησε | θα ανταπεργήσει | να ανταπεργήσει | |||
α' πληθ. | ανταπεργήσαμε | θα ανταπεργήσουμε | να ανταπεργήσουμε | |||
β' πληθ. | ανταπεργήσατε | θα ανταπεργήσετε | να ανταπεργήσετε | ανταπεργήστε | ||
γ' πληθ. | ανταπέργησαν ανταπεργήσαν(ε) |
θα ανταπεργήσουν(ε) | να ανταπεργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταπεργήσει | είχα ανταπεργήσει | θα έχω ανταπεργήσει | να έχω ανταπεργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταπεργήσει | είχες ανταπεργήσει | θα έχεις ανταπεργήσει | να έχεις ανταπεργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταπεργήσει | είχε ανταπεργήσει | θα έχει ανταπεργήσει | να έχει ανταπεργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταπεργήσει | είχαμε ανταπεργήσει | θα έχουμε ανταπεργήσει | να έχουμε ανταπεργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταπεργήσει | είχατε ανταπεργήσει | θα έχετε ανταπεργήσει | να έχετε ανταπεργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταπεργήσει | είχαν ανταπεργήσει | θα έχουν ανταπεργήσει | να έχουν ανταπεργήσει |
|