Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεργοσπάστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απεργοσπάστρι
α
οι
απεργοσπάστρι
ες
γενική
της
απεργοσπάστρι
ας
των
απεργοσπαστρι
ών
αιτιατική
την
απεργοσπάστρι
α
τις
απεργοσπάστρι
ες
κλητική
απεργοσπάστρι
α
απεργοσπάστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απεργοσπάστρια
<
απεργοσπάστης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απεργοσπάστρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
απεργοσπάστης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεργοσπάστρια
γαλλικά
:
briseuse
(fr)
de
grève
(fr)
,
jaune
(fr)