↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωμάτωση οι χρωματώσεις
      γενική της χρωμάτωσης* των χρωματώσεων
    αιτιατική τη χρωμάτωση τις χρωματώσεις
     κλητική χρωμάτωση χρωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chromatosis. Μορφολογικά αναλύεται σε χρωματ- + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωμάτωση θηλυκό

  1. (λόγιο) βάψιμο, βαφή
  2. (ιατρική) αλλαγή του συνηθισμένου χρώματος του δέρματος
  3. (ζωγραφική) αρχική επάλειψη ζωγραφικού πίνακα με λαδομπογιά για να δημιουργηθεί η αίσθηση του βάθους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χρωμάτωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)