χρωμοφάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωμοφάν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωμοφάν ουδέτερο άκλιτο
- αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται σελιδοποίηση κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωμοφάν
|