Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωμοφάν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωμοφάν ουδέτερο άκλιτο

  • αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται σελιδοποίηση κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία