Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛ̃/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

ομόηχα:

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
teint teints

teint (fr) αρσενικό