Ετυμολογία

επεξεργασία
couleur < color < λατινική color

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couleur couleurs

couleur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία