Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυποβαφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τυποβαφ
ή
οι
τυποβαφ
ές
γενική
της
τυποβαφ
ής
των
τυποβαφ
ών
αιτιατική
την
τυποβαφ
ή
τις
τυποβαφ
ές
κλητική
τυποβαφ
ή
τυποβαφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυποβαφή
<
τύπωμα
+
βαφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυποβαφή
θηλυκό
η διεργασία
εκτύπωσης
σχεδίων σε
ύφασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυποβαφή