ματοβαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ματοβαμμένος < αιματοβαμμένος με αποβολή του αρκτικού φωνήεντος. Αναλύεται σε ματο- + βαμμένος
Μετοχή
επεξεργασία
ματοβαμμένος, -η, -ο
ματοβαμμένος, -η, -ο