Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαφείο τα βαφεία
      γενική του βαφείου των βαφείων
    αιτιατική το βαφείο τα βαφεία
     κλητική βαφείο βαφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαφείο < βάφω + -είο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαφείο ουδέτερο

  • εργαστήριο/εγκατάσταση βαφής (υφασμάτων ή μετάλλων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία