φρεσκοβαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
φρεσκοβαμμένος
- που τον έβαψαν πρόσφατα, είναι ίσως ακόμα νωπός και μπορεί κάποιος να λερωθεί από μπογιά αν ακουμπήσει
- που λάμπει σαν καινούργιος επειδή τον ανανέωσαν με μπογιά πρόσφατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρεσκοβαμμένος
|
Πηγές
επεξεργασία
- φρεσκοβαμμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)