Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοβαμμένος η φρεσκοβαμμένη το φρεσκοβαμμένο
      γενική του φρεσκοβαμμένου της φρεσκοβαμμένης του φρεσκοβαμμένου
    αιτιατική τον φρεσκοβαμμένο τη φρεσκοβαμμένη το φρεσκοβαμμένο
     κλητική φρεσκοβαμμένε φρεσκοβαμμένη φρεσκοβαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοβαμμένοι οι φρεσκοβαμμένες τα φρεσκοβαμμένα
      γενική των φρεσκοβαμμένων των φρεσκοβαμμένων των φρεσκοβαμμένων
    αιτιατική τους φρεσκοβαμμένους τις φρεσκοβαμμένες τα φρεσκοβαμμένα
     κλητική φρεσκοβαμμένοι φρεσκοβαμμένες φρεσκοβαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρεσκοβαμμένος < φρέσκος και βαμμένος

  Μετοχή επεξεργασία

φρεσκοβαμμένος

  1. που τον έβαψαν πρόσφατα, είναι ίσως ακόμα νωπός και μπορεί κάποιος να λερωθεί από μπογιά αν ακουμπήσει
  2. που λάμπει σαν καινούργιος επειδή τον ανανέωσαν με μπογιά πρόσφατα

  Μεταφράσεις επεξεργασία