μπογιάντισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπογιάντισμα < μπογιαντίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπογιάντισμα ουδέτερο
- το βάψιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπογιάντισμα
→ δείτε τη λέξη βάψιμο |
μπογιάντισμα ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη βάψιμο |