Ετυμολογία

επεξεργασία
painter < paint + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

painter (en)

  1. (επάγγελμα) ο βαφέας, ο μπογιατζής
    ⮡  The oil painter smeared the walls and left.
    Ο ελαιοχρωματιστής πασάλειψε τους τοίχους κι έφυγε.
  2. (επάγγελμα) ο ζωγράφος
    ⮡  My husband is a popular painter.
    Ο σύζυγός μου είναι δημοφιλής ζωγράφος.