Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελαιοχρωματιστής οι ελαιοχρωματιστές
      γενική του ελαιοχρωματιστή των ελαιοχρωματιστών
    αιτιατική τον ελαιοχρωματιστή τους ελαιοχρωματιστές
     κλητική ελαιοχρωματιστή ελαιοχρωματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοχρωματιστής < ελαιοχρωματίζω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαιοχρωματιστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που ελαιοχρωματίζει
    Θα έχει τύχει και σε εσάς. Να κλείνετε ραντεβού, να περιμένετε όλο το απόγευμα τον μαστρο-Παύλο να επισκευάσει το χαλασμένο φωτιστικό της κουζίνας και το βράδυ να δειπνείτε με κεριά, όχι επειδή παραμένετε αθεράπευτα ρομαντικοί, αλλά επειδή ο ακατονόμαστος δεν ήρθε ποτέ. Αν δεν την πάθατε με τον ηλεκτρολόγο, θα την έχετε πάθει με τον υδραυλικό, με τον πατωματζή, με τον ελαιοχρωματιστή*

  Μεταφράσεις επεξεργασία