ελαιοχρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιοχρωματίζω < ελαιόχρωμα + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαελαιοχρωματίζω
- βάφω ή ζωγραφίζω με ελαιόχρωμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ελαιοχρωματισμός
- ελαιοχρωματιστής
- → δείτε τις λέξεις ελαιόχρωμα, έλαιο και χρώμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαιοχρωματίζω | ελαιοχρωμάτιζα | θα ελαιοχρωματίζω | να ελαιοχρωματίζω | ελαιοχρωματίζοντας | |
β' ενικ. | ελαιοχρωματίζεις | ελαιοχρωμάτιζες | θα ελαιοχρωματίζεις | να ελαιοχρωματίζεις | ελαιοχρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | ελαιοχρωματίζει | ελαιοχρωμάτιζε | θα ελαιοχρωματίζει | να ελαιοχρωματίζει | ||
α' πληθ. | ελαιοχρωματίζουμε | ελαιοχρωματίζαμε | θα ελαιοχρωματίζουμε | να ελαιοχρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | ελαιοχρωματίζετε | ελαιοχρωματίζατε | θα ελαιοχρωματίζετε | να ελαιοχρωματίζετε | ελαιοχρωματίζετε | |
γ' πληθ. | ελαιοχρωματίζουν(ε) | ελαιοχρωμάτιζαν ελαιοχρωματίζαν(ε) |
θα ελαιοχρωματίζουν(ε) | να ελαιοχρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελαιοχρωμάτισα | θα ελαιοχρωματίσω | να ελαιοχρωματίσω | ελαιοχρωματίσει | ||
β' ενικ. | ελαιοχρωμάτισες | θα ελαιοχρωματίσεις | να ελαιοχρωματίσεις | ελαιοχρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | ελαιοχρωμάτισε | θα ελαιοχρωματίσει | να ελαιοχρωματίσει | |||
α' πληθ. | ελαιοχρωματίσαμε | θα ελαιοχρωματίσουμε | να ελαιοχρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | ελαιοχρωματίσατε | θα ελαιοχρωματίσετε | να ελαιοχρωματίσετε | ελαιοχρωματίστε | ||
γ' πληθ. | ελαιοχρωμάτισαν ελαιοχρωματίσαν(ε) |
θα ελαιοχρωματίσουν(ε) | να ελαιοχρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαιοχρωματίσει | είχα ελαιοχρωματίσει | θα έχω ελαιοχρωματίσει | να έχω ελαιοχρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαιοχρωματίσει | είχες ελαιοχρωματίσει | θα έχεις ελαιοχρωματίσει | να έχεις ελαιοχρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαιοχρωματίσει | είχε ελαιοχρωματίσει | θα έχει ελαιοχρωματίσει | να έχει ελαιοχρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαιοχρωματίσει | είχαμε ελαιοχρωματίσει | θα έχουμε ελαιοχρωματίσει | να έχουμε ελαιοχρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαιοχρωματίσει | είχατε ελαιοχρωματίσει | θα έχετε ελαιοχρωματίσει | να έχετε ελαιοχρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαιοχρωματίσει | είχαν ελαιοχρωματίσει | θα έχουν ελαιοχρωματίσει | να έχουν ελαιοχρωματίσει |
|