↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιόχρωμα τα ελαιοχρώματα
      γενική του ελαιοχρώματος των ελαιοχρωμάτων
    αιτιατική το ελαιόχρωμα τα ελαιοχρώματα
     κλητική ελαιόχρωμα ελαιοχρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαιόχρωμα < ελαιό- + χρώμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική couleur à l' huile[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.leˈo.xɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λαι‐ό‐χρω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελαιόχρωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία