πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιόχρωμα τα ελαιοχρώματα
      γενική του ελαιοχρώματος των ελαιοχρωμάτων
    αιτιατική το ελαιόχρωμα τα ελαιοχρώματα
     κλητική ελαιόχρωμα ελαιοχρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.leˈo.xɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελαιόχρωμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελαιόχρωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία