Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαδομπογιατίζω < λάδ(ι) + -ο- + μπογιατίζω

  Ρήμα επεξεργασία

λαδομπογιατίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία