Ετυμολογία

επεξεργασία
λαδομπογιατίζω < λάδ(ι) + -ο- + μπογιατίζω

λαδομπογιατίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία