λαδομπογιαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλαδομπογιαντίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαδομπογιαντίζω | λαδομπογιάντιζα | θα λαδομπογιαντίζω | να λαδομπογιαντίζω | λαδομπογιαντίζοντας | |
β' ενικ. | λαδομπογιαντίζεις | λαδομπογιάντιζες | θα λαδομπογιαντίζεις | να λαδομπογιαντίζεις | λαδομπογιάντιζε | |
γ' ενικ. | λαδομπογιαντίζει | λαδομπογιάντιζε | θα λαδομπογιαντίζει | να λαδομπογιαντίζει | ||
α' πληθ. | λαδομπογιαντίζουμε | λαδομπογιαντίζαμε | θα λαδομπογιαντίζουμε | να λαδομπογιαντίζουμε | ||
β' πληθ. | λαδομπογιαντίζετε | λαδομπογιαντίζατε | θα λαδομπογιαντίζετε | να λαδομπογιαντίζετε | λαδομπογιαντίζετε | |
γ' πληθ. | λαδομπογιαντίζουν(ε) | λαδομπογιάντιζαν λαδομπογιαντίζαν(ε) |
θα λαδομπογιαντίζουν(ε) | να λαδομπογιαντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαδομπογιάντισα | θα λαδομπογιαντίσω | να λαδομπογιαντίσω | λαδομπογιαντίσει | ||
β' ενικ. | λαδομπογιάντισες | θα λαδομπογιαντίσεις | να λαδομπογιαντίσεις | λαδομπογιάντισε | ||
γ' ενικ. | λαδομπογιάντισε | θα λαδομπογιαντίσει | να λαδομπογιαντίσει | |||
α' πληθ. | λαδομπογιαντίσαμε | θα λαδομπογιαντίσουμε | να λαδομπογιαντίσουμε | |||
β' πληθ. | λαδομπογιαντίσατε | θα λαδομπογιαντίσετε | να λαδομπογιαντίσετε | λαδομπογιαντίστε | ||
γ' πληθ. | λαδομπογιάντισαν λαδομπογιαντίσαν(ε) |
θα λαδομπογιαντίσουν(ε) | να λαδομπογιαντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαδομπογιαντίσει | είχα λαδομπογιαντίσει | θα έχω λαδομπογιαντίσει | να έχω λαδομπογιαντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαδομπογιαντίσει | είχες λαδομπογιαντίσει | θα έχεις λαδομπογιαντίσει | να έχεις λαδομπογιαντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαδομπογιαντίσει | είχε λαδομπογιαντίσει | θα έχει λαδομπογιαντίσει | να έχει λαδομπογιαντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαδομπογιαντίσει | είχαμε λαδομπογιαντίσει | θα έχουμε λαδομπογιαντίσει | να έχουμε λαδομπογιαντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαδομπογιαντίσει | είχατε λαδομπογιαντίσει | θα έχετε λαδομπογιαντίσει | να έχετε λαδομπογιαντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαδομπογιαντίσει | είχαν λαδομπογιαντίσει | θα έχουν λαδομπογιαντίσει | να έχουν λαδομπογιαντίσει |
|