Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈlarstfɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

malarstwo (pl)ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη malować