Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική malowanie malowania
γενική malowania malowań
δοτική malowaniu malowaniom
αιτιατική malowanie malowania
οργανική malowaniem malowaniami
τοπική malowaniu malowaniach
κλητική malowanie malowania

  Ετυμολογία επεξεργασία

malowanie < malować

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

malowanie (pl) ουδέτερο