Ζωγράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ζωγράφος < επάγγελμα ζωγράφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζω‐γρά‐φος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωγράφος αρσενικό (θηλυκό Ζωγράφου)
Συγγενικά
επεξεργασία- Ζωγράφειο (επωνυμία)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ζωγράφος | οἱ | Ζωγράφοι |
γενική | τοῦ | Ζωγράφου | τῶν | Ζωγράφων |
δοτική | τῷ | Ζωγράφῳ | τοῖς | Ζωγράφοις |
αιτιατική | τὸν | Ζωγράφον | τοὺς | Ζωγράφους |
κλητική ὦ! | Ζωγράφε | Ζωγράφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζωγράφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζωγράφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωγράφος < ζωγράφος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωγράφος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press