Δείτε επίσης: ζωγράφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ζωγράφος οι Ζωγράφοι
      γενική του Ζωγράφου των Ζωγράφων
    αιτιατική τον Ζωγράφο τους Ζωγράφους
     κλητική Ζωγράφε Ζωγράφοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζωγράφος < επάγγελμα ζωγράφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζω‐γρά‐φος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζωγράφος αρσενικό (θηλυκό Ζωγράφου)

  1. ανδρικό επώνυμο[1]
  2. (παρωχημένο) προάστιο της Αθήνας
    → δείτε και τη λέξη Ζωγράφου

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ζωγράφος οἱ Ζωγράφοι
      γενική τοῦ Ζωγράφου τῶν Ζωγράφων
      δοτική τῷ Ζωγράφ τοῖς Ζωγράφοις
    αιτιατική τὸν Ζωγράφον τοὺς Ζωγράφους
     κλητική ! Ζωγράφε Ζωγράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ζωγράφω
γεν-δοτ τοῖν  Ζωγράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζωγράφος < ζωγράφος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζωγράφος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία