Ζωγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζωγράφω | οι | Ζωγράφες |
γενική | της | Ζωγράφως | των | Ζωγράφων |
αιτιατική | τη | Ζωγράφω | τις | Ζωγράφες |
κλητική | Ζωγράφω | Ζωγράφες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωγράφω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζω‐γρά‐φω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωγράφω θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ζωγράφω
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.