ενικός         πληθυντικός  
role model role models

  Ετυμολογία

επεξεργασία
role model < → δείτε τις λέξεις role και model

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

role model (en)

  • το πρότυπο, πρόσωπο που οι άνθρωποι θαυμάζουν και προσπαθούν να αντιγράψουν
    ⮡  Throughout his life he had his father as a role model.
    Σε όλη του τη ζωή είχε τον πατέρα του ως πρότυπο.
    ⮡  Pop artists are role models for many young people.
    Οι καλλιτέχνες της ποπ είναι τα πρότυπα πολλών νέων.