Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρότυπος η πρότυπη το πρότυπο
      γενική του πρότυπου της πρότυπης του πρότυπου
    αιτιατική τον πρότυπο την πρότυπη το πρότυπο
     κλητική πρότυπε πρότυπη πρότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρότυποι οι πρότυπες τα πρότυπα
      γενική των πρότυπων των πρότυπων των πρότυπων
    αιτιατική τους πρότυπους τις πρότυπες τα πρότυπα
     κλητική πρότυποι πρότυπες πρότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρότυπος < (ελληνιστική κοινή) πρότυπος < πρό + τύπος

και προτύπου, προτύπων

  Επίθετο επεξεργασία

πρότυπος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία