↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορινθιακός ρυθμός οι κορινθιακοί ρυθμοί
      γενική του κορινθιακού ρυθμού των κορινθιακών ρυθμών
    αιτιατική τον κορινθιακό ρυθμό τους κορινθιακούς ρυθμούς
     κλητική κορινθιακέ ρυθμέ κορινθιακοί ρυθμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορινθιακός ρυθμός < → δείτε τις λέξεις κορινθιακός και ρυθμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ɾin.θi.aˈkos ɾiˈθmos/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
 
Κίονες κορινθιακού ρυθμού στον Ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα

κορινθιακός ρυθμός αρσενικό

  • (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) ο νεότερος από τους αρχαιοελληνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, παρόμοιος με τον ιωνικό με διαφορά στο κιονόκρανο το οποίο αποτελείται από υψηλό έχινο και άβακα
    ※  Η αγορά των αυτοκρατορικών χρόνων έχει δύο κύριες οικοδομικές φάσεις, στα μέσα του 2ου και στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για ένα συγκρότημα σε σχήμα "Π", αποτελούμενο από δύο συνεχόμενες πλατείες, με είσοδο από τη βόρεια πλευρά (σημερινή οδό Ολύμπου). Αποτελείται από τρεις κιονοστήριχτες πτέρυγες, με κίονες κορινθιακού ρυθμού στο ισόγειο και ιωνικού στον όροφο, ενώ στο βάθος υπήρχε μια ζώνη με διάφορα δωμάτια.
    Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία