Ετυμολογία

επεξεργασία

cadence < μέση γαλλική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkeɪ.dəns/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cadence (en)

  1. (ο) ρυθμός
  2. (η) κατακλείδα
    (το) τελείωμα μουσικής φράσης· οι νότες και οι συγχορδίες που αποτελούν το κλείσιμο μουσικής φράσης

Σημειώσεις

επεξεργασία

για πλήρη μουσικό επίλογο (και όχι απλά τελείωμα φράσης) λέμε outro


  Ετυμολογία

επεξεργασία

cadence < μέση γαλλική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.dɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cadence cadences

cadence (fr) θηλυκό

  1. ρυθμός