Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

cadence (en)

  1. (ο) ρυθμός
  2. (η) κατακλείδα
    (το) τελείωμα μουσικής φράσης· οι νότες και οι συγχορδίες που αποτελούν το κλείσιμο μουσικής φράσης

Σημειώσεις

επεξεργασία

για πλήρη μουσικό επίλογο (και όχι απλά τελείωμα φράσης) λέμε outro


Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cadence cadences

cadence (fr) θηλυκό

  1. ρυθμός