Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακλείδα οι κατακλείδες
      γενική της κατακλείδας των κατακλείδων
    αιτιατική την κατακλείδα τις κατακλείδες
     κλητική κατακλείδα κατακλείδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακλείδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατακλείδα θηλυκό

  1. οι τελικές φράσεις σε λόγο ή κείμενο, συνήθως συνοπτικές και συμπερασματικές
  2. (μουσική) καταληκτική μουσική φράση

  Μεταφράσεις επεξεργασία