κατακλείδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακλείδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατακλείδα θηλυκό
- οι τελικές φράσεις σε λόγο ή κείμενο, συνήθως συνοπτικές και συμπερασματικές
- (μουσική) καταληκτική μουσική φράση