Ετυμολογία

επεξεργασία
αυξομειώνω < (ελληνιστική κοινήαὐξομειόω / αὐξομειῶ

αυξομειώνω (παθητική φωνή: αυξομειώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία