αυξομειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυξομειώνω < (ελληνιστική κοινή) αὐξομειόω / αὐξομειῶ
Ρήμα
επεξεργασίααυξομειώνω (παθητική φωνή: αυξομειώνομαι)
- αυξάνω και μειώνω επαναλαμβάνοντας διαδοχικά την όλη διαδικασία
Συγγενικά
επεξεργασία- αυξομείωση
- αυξομειωτικός
- → δείτε τις λέξεις αυξάνω και μειώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυξομειώνω | αυξομείωνα | θα αυξομειώνω | να αυξομειώνω | αυξομειώνοντας | |
β' ενικ. | αυξομειώνεις | αυξομείωνες | θα αυξομειώνεις | να αυξομειώνεις | αυξομείωνε | |
γ' ενικ. | αυξομειώνει | αυξομείωνε | θα αυξομειώνει | να αυξομειώνει | ||
α' πληθ. | αυξομειώνουμε | αυξομειώναμε | θα αυξομειώνουμε | να αυξομειώνουμε | ||
β' πληθ. | αυξομειώνετε | αυξομειώνατε | θα αυξομειώνετε | να αυξομειώνετε | αυξομειώνετε | |
γ' πληθ. | αυξομειώνουν(ε) | αυξομείωναν αυξομειώναν(ε) |
θα αυξομειώνουν(ε) | να αυξομειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυξομείωσα | θα αυξομειώσω | να αυξομειώσω | αυξομειώσει | ||
β' ενικ. | αυξομείωσες | θα αυξομειώσεις | να αυξομειώσεις | αυξομείωσε | ||
γ' ενικ. | αυξομείωσε | θα αυξομειώσει | να αυξομειώσει | |||
α' πληθ. | αυξομειώσαμε | θα αυξομειώσουμε | να αυξομειώσουμε | |||
β' πληθ. | αυξομειώσατε | θα αυξομειώσετε | να αυξομειώσετε | αυξομειώστε | ||
γ' πληθ. | αυξομείωσαν αυξομειώσαν(ε) |
θα αυξομειώσουν(ε) | να αυξομειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυξομειώσει | είχα αυξομειώσει | θα έχω αυξομειώσει | να έχω αυξομειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυξομειώσει | είχες αυξομειώσει | θα έχεις αυξομειώσει | να έχεις αυξομειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυξομειώσει | είχε αυξομειώσει | θα έχει αυξομειώσει | να έχει αυξομειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυξομειώσει | είχαμε αυξομειώσει | θα έχουμε αυξομειώσει | να έχουμε αυξομειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυξομειώσει | είχατε αυξομειώσει | θα έχετε αυξομειώσει | να έχετε αυξομειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυξομειώσει | είχαν αυξομειώσει | θα έχουν αυξομειώσει | να έχουν αυξομειώσει |
|