αυξομειωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυξομειωτικός < αυξομειώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αυξομειωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αυξομείωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αυξομειώνω, αυξάνω και μειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυξομειωτικός
|