pace
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pace | paces |
pace (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces |
αόριστος | paced |
παθητική μετοχή | paced |
ενεργητική μετοχή | pacing |
pace (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βηματίζω πέρα δώθε
- ⮡ He paced nervously up and down his room.
- Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
- ⮡ He paced nervously up and down his room.
- καθορίζω την ταχύτητα σε ένα αγώνα δρόμου
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpace (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpace (it) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpace (ro) θηλυκό