pace off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pace off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces off |
αόριστος | paced off |
παθητική μετοχή | paced off |
ενεργητική μετοχή | pacing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpace off (en)
- άλλη μορφή του pace out
ενεστώτας | pace off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces off |
αόριστος | paced off |
παθητική μετοχή | paced off |
ενεργητική μετοχή | pacing off |
pace off (en)