βηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βηματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβηματίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βηματίζω | βημάτιζα | θα βηματίζω | να βηματίζω | βηματίζοντας | |
β' ενικ. | βηματίζεις | βημάτιζες | θα βηματίζεις | να βηματίζεις | βημάτιζε | |
γ' ενικ. | βηματίζει | βημάτιζε | θα βηματίζει | να βηματίζει | ||
α' πληθ. | βηματίζουμε | βηματίζαμε | θα βηματίζουμε | να βηματίζουμε | ||
β' πληθ. | βηματίζετε | βηματίζατε | θα βηματίζετε | να βηματίζετε | βηματίζετε | |
γ' πληθ. | βηματίζουν(ε) | βημάτιζαν βηματίζαν(ε) |
θα βηματίζουν(ε) | να βηματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βημάτισα | θα βηματίσω | να βηματίσω | βηματίσει | ||
β' ενικ. | βημάτισες | θα βηματίσεις | να βηματίσεις | βημάτισε | ||
γ' ενικ. | βημάτισε | θα βηματίσει | να βηματίσει | |||
α' πληθ. | βηματίσαμε | θα βηματίσουμε | να βηματίσουμε | |||
β' πληθ. | βηματίσατε | θα βηματίσετε | να βηματίσετε | βηματίστε | ||
γ' πληθ. | βημάτισαν βηματίσαν(ε) |
θα βηματίσουν(ε) | να βηματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βηματίσει | είχα βηματίσει | θα έχω βηματίσει | να έχω βηματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βηματίσει | είχες βηματίσει | θα έχεις βηματίσει | να έχεις βηματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βηματίσει | είχε βηματίσει | θα έχει βηματίσει | να έχει βηματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βηματίσει | είχαμε βηματίσει | θα έχουμε βηματίσει | να έχουμε βηματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βηματίσει | είχατε βηματίσει | θα έχετε βηματίσει | να έχετε βηματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βηματίσει | είχαν βηματίσει | θα έχουν βηματίσει | να έχουν βηματίσει |
|