Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναρρυθμίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναρρυθμίζω
<
ελληνιστική κοινή
ἀναρρυθμίζω
Ρήμα
επεξεργασία
αναρρυθμίζω
(
σπάνιο
)
ρυθμίζω
εκ νέου
ή με άλλον
τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία
αναρρύθμιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναρρυθμίζω
αγγλικά
:
rearrange
(en)
,
reorder
(en)