Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυθμολογία οι ρυθμολογίες
      γενική της ρυθμολογίας των ρυθμολογιών
    αιτιατική τη ρυθμολογία τις ρυθμολογίες
     κλητική ρυθμολογία ρυθμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυθμολογία < ρυθμολόγ(ος) + -ία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhythmologist (rhythmology) < αρχαία ελληνική ῥυθμός + -λογία (λέγω) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾi.θmo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυθ‐μο‐λο‐γί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: ρυ‐θμο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυθμολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ρυθμός και λέγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία