↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ρυθμολόγος οι ρυθμολόγοι
      γενική του/της ρυθμολόγου των ρυθμολόγων
    αιτιατική τον/τη ρυθμολόγο τους/τις ρυθμολόγους
     κλητική ρυθμολόγε ρυθμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυθμολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhythmologist[1] < αρχαία ελληνική ῥυθμός + -ο- + -λόγος [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.θmoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυθ‐μο‐λό‐γος
παλιότερος συλλαβισμός: ρυ‐θμο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρυθμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ρυθμός και λέγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρυθμολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ρυθμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.