ρυθμιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυθμιστήρας < (καθαρεύουσα) ρυθμιστήρ < ρυθμίζω + -τήρ < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική régulateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρυθμιστήρας αρσενικό
- μηχανισμός ή όργανο για τη ρύθμιση της καλής λειτουργίας μιας μηχανής
- (στρατιωτικός όρος) όργανο για τη ρύθμιση των πυροσωλήνων από τους οποίους εκτοξεύονται οι οβίδες