↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροσωλήνας οι πυροσωλήνες
      γενική του πυροσωλήνα των πυροσωλήνων
    αιτιατική τον πυροσωλήνα τους πυροσωλήνες
     κλητική πυροσωλήνα πυροσωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροσωλήνας < πυρο- + σωλήνας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυροσωλήνας αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία