αρρυθμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρρυθμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρρυθμία θηλυκό
- η έλλειψη ρυθμού, η ασυμμετρία
- (ιατρική) διαταραχή τού κανονικού ρυθμού τής καρδιάς