ασυμμετρία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασυμμετρία < αρχαία ελληνική ἀσυμμετρία < ἀσύμμετρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ασυμμετρία θηλυκό
- η έλλειψη συμμετρίας
- οι πίνακες εκείνης της εποχής χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ασυμμετρία.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ασύμμετρα
- ασυμμετρικός
- ασύμμετρος
- ασυμμέτρως
- → δείτε τις λέξεις συν και μέτρο