Δείτε επίσης: ἀσυμμετρία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυμμετρία οι ασυμμετρίες
      γενική της ασυμμετρίας των ασυμμετριών
    αιτιατική την ασυμμετρία τις ασυμμετρίες
     κλητική ασυμμετρία ασυμμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυμμετρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσυμμετρία < ἀσύμμετρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.si.meˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συμ‐με‐τρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυμμετρία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία