ασύμμετρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασύμμετρα < ασύμμετρος < α- στερητικό + συν + μέτρο
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsi.me.tɾa/
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ασύμμετρα
- κατά τρόπο ασύμμετρο
- η ελιά στην πλάτη του ασθενή είχε αναπτυχθεί ασύμμετρα, κάτι που τράβηξε την προσοχή του γιατρού
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ασύμμετρα