έρρυθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έρρυθμος | η | έρρυθμη | το | έρρυθμο |
γενική | του | έρρυθμου | της | έρρυθμης | του | έρρυθμου |
αιτιατική | τον | έρρυθμο | την | έρρυθμη | το | έρρυθμο |
κλητική | έρρυθμε | έρρυθμη | έρρυθμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έρρυθμοι | οι | έρρυθμες | τα | έρρυθμα |
γενική | των | έρρυθμων | των | έρρυθμων | των | έρρυθμων |
αιτιατική | τους | έρρυθμους | τις | έρρυθμες | τα | έρρυθμα |
κλητική | έρρυθμοι | έρρυθμες | έρρυθμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έρρυθμος < αρχαία ελληνική ἔνρυθμος
Επίθετο
επεξεργασίαέρρυθμος
- (λόγιο) άλλη μορφή του ρυθμικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έρρυθμος
|