Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύρρυθμος η ταχύρρυθμη το ταχύρρυθμο
      γενική του ταχύρρυθμου της ταχύρρυθμης του ταχύρρυθμου
    αιτιατική τον ταχύρρυθμο την ταχύρρυθμη το ταχύρρυθμο
     κλητική ταχύρρυθμε ταχύρρυθμη ταχύρρυθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύρρυθμοι οι ταχύρρυθμες τα ταχύρρυθμα
      γενική των ταχύρρυθμων των ταχύρρυθμων των ταχύρρυθμων
    αιτιατική τους ταχύρρυθμους τις ταχύρρυθμες τα ταχύρρυθμα
     κλητική ταχύρρυθμοι ταχύρρυθμες ταχύρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχύρρυθμος < ταχύ(ς) + ρυθμός

  Επίθετο επεξεργασία

ταχύρρυθμος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία