χορεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορεία | οι | χορείες |
γενική | της | χορείας | των | χορειών |
αιτιατική | τη | χορεία | τις | χορείες |
κλητική | χορεία | χορείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χορεία < αρχαία ελληνική χορεία < χορός (ο κυκλικός χορός, με περιστροφή) για το 1 και 2 -η γαλλική λέξη chorée για το 3 (αν και προήλθε από τη λατινική chorea που προήλθε από την αρχαία ελληνική χορεία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χορεία θηλυκό
- ομάδα με θετικό εύσημο
- η χορεία των αγγέλων, των επιστημόνων που διαπρέπουν στο εξωτερικό και τιμούν τον τόπο τους, των ποιητών που έχουν διακριθεί διεθνώς
- χορός της αρχαίας Ελλάδας κυκλικός, με περιστροφή
- νευρολογική νόσος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χορεία < χορεῖος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χορεία θηλυκό
- κυκλικός χορός με περιστροφή, κυκλική κλινηση, περιφορά