χορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορεία | οι | χορείες |
γενική | της | χορείας | των | χορειών |
αιτιατική | τη | χορεία | τις | χορείες |
κλητική | χορεία | χορείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορεία < ελληνιστική κοινή χορεία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική χορεία < χορός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορεία θηλυκό
- ομάδα καλών, ηθικών, σωστών κ.λπ. ανθρώπων ή άλλων όντων (αγέλλων κ.λπ.)
- ※ Ανήκει στη μικρή χορεία όσων μπήκαν σε μια πλανητικών και ιστορικών διαστάσεων διαδικασία κοινωνικής επικύρωσης των ποδοσφαιρικών τους ικανοτήτων. (www.efsyn.gr, 04.01.2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χορεία
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορεία | οι | χορείες |
γενική | της | χορείας | των | χορειών |
αιτιατική | τη | χορεία | τις | χορείες |
κλητική | χορεία | χορείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορεία < αρχαία ελληνική χορεία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chorée[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική chorea[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορεία θηλυκό
- (ιατρική) νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ακανόνιστες, ασταθείς κινήσεις των άκρων, του προσώπου και άλλων μυϊκών ομάδων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 χορεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ χορεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χορείᾱ | αἱ | χορεῖαι |
γενική | τῆς | χορείᾱς | τῶν | χορειῶν |
δοτική | τῇ | χορείᾳ | ταῖς | χορείαις |
αιτιατική | τὴν | χορείᾱν | τὰς | χορείᾱς |
κλητική ὦ! | χορείᾱ | χορεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χορείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχορεία < χορεῖος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορεία θηλυκό